lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σηκώνω στα ρωσικά

Λέξη:
σηκώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (16):
возвеличивать, возводить, воздвигать, воздевать, возносить, восхождение, вывесить, двинуть, повышать, поднимание, поднимать, подносить, поднять, подымать, приоткрывать, приподнимать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σηκώνω, σηκώνω ύψωμα, σηκώνω το γάντι, σηκώνω τα χέρια ψηλά, σηκώνω συνώνυμα, σηκώνω παντιέρα, σηκώνω στα ρωσικά, возвеличивать στα ελληνικά
σηκώνω στα ρωσικά