lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυταρχικός στα δανική

Λέξη:
αυταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
enerådig, myndig
Σχετικές λέξεις:
δανική αυταρχικός, αυταρχικόσ καπιταλισμόσ, αυταρχικός χαρακτήρας, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός συνώνυμο, αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός στα δανική, enerådig στα ελληνικά
αυταρχικός στα δανική