lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυταρχικός στα αγγλικά

Λέξη:
αυταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (10):
bossy, commanding, domineering, hegemonic, highhanded, high-handed, imperious, lordly, masterful, supercilious
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά αυταρχικός, αυταρχικόσ καπιταλισμόσ, αυταρχικός χαρακτήρας, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός συνώνυμο, αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός στα αγγλικά, bossy στα ελληνικά
αυταρχικός στα αγγλικά