lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυταρχικός στα πολωνική

Λέξη:
αυταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αυταρχικός, αυταρχικόσ καπιταλισμόσ, αυταρχικός χαρακτήρας, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός συνώνυμο, αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός στα πολωνική, władczy στα ελληνικά
αυταρχικός στα πολωνική