lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αυταρχικός στα λευκορωσίας

Λέξη:
αυταρχικός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (2):
уладарны, уладны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας αυταρχικός, αυταρχικόσ καπιταλισμόσ, αυταρχικός χαρακτήρας, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός συνώνυμο, αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός στα λευκορωσίας, уладарны στα ελληνικά
αυταρχικός στα λευκορωσίας