lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαμβακερός στα δανική

Λέξη:
βαμβακερός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
bomuld, garn, vat
Σχετικές λέξεις:
δανική βαμβακερός, σπάγκος βαμβακερός, σπάγγος βαμβακερός, βαμβακερός καμβάς, αντώνης βαμβακερός, βαμβακερός στα δανική, bomuld στα ελληνικά
βαμβακερός στα δανική