lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

βαμβακερός στα ουκρανικά

Λέξη:
βαμβακερός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (10):
бавовна, бавовну, бавовняний, ляпати, нитка, плескати, поплескати, поплескування, удар, вата
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά βαμβακερός, σπάγκος βαμβακερός, σπάγγος βαμβακερός, βαμβακερός καμβάς, αντώνης βαμβακερός, βαμβακερός στα ουκρανικά, бавовна στα ελληνικά
βαμβακερός στα ουκρανικά