lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκπλήσσω στα ρωσικά

Λέξη:
εκπλήσσω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
дивить, изумлять, поражать, удивлять, застигнуть, застичь
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά εκπλήσσω, ρήμα εκπλήσσω, να εκπλήσσω, με εκπλήσσω, εκπλήσσω συνωνυμο, εκπλήσσω συνωνυμα, εκπλήσσω στα ρωσικά, дивить στα ελληνικά
εκπλήσσω στα ρωσικά