lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γκρινιάζω στα δανική

Λέξη:
γκρινιάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
brumme, dån, knurre, grine, male, mumle
Σχετικές λέξεις:
δανική γκρινιάζω, γκρινιάζω συνώνυμα, γκρινιάζω στα αγγλικα, γκρινιάζω αγγλικα, γιατί γκρινιάζω, γκρινιάζω στα δανική, brumme στα ελληνικά
γκρινιάζω στα δανική