lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκαλίζω στα γαλλικά

Λέξη:
σκαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (14):
assener, buriner, chantourner, ciseler, couper, découper, exciser, graver, massacrer, recéper, réséquer, sculpter, tailler, évider
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά σκαλίζω, σκαλίζω τη μύτη μου, σκαλίζω συνώνυμα, σκαλίζω στα γαλλικά, assener στα ελληνικά
σκαλίζω στα γαλλικά