lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκτελώ στα δανική

Λέξη:
εκτελώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
betjene, bygge, fremstille, gøre, konstruere, udføre
Σχετικές λέξεις:
δανική εκτελώ, ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ φωνητικές ασκήσεις, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ στα δανική, betjene στα ελληνικά
εκτελώ στα δανική