lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκτελώ στα γερμανικά

Λέξη:
εκτελώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
ausführen, ausüben, bauen, besorgen, erzeugen, herstellen, konstruieren, tun, verrichten, vollstrecken, vollziehen, üben
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά εκτελώ, ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ φωνητικές ασκήσεις, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ στα γερμανικά, ausführen στα ελληνικά
εκτελώ στα γερμανικά