lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εκτελώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
εκτελώ (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (12):
acatar, ajustarias, construir, edificar, efectuar, erigir, executar, fabricar, fazer, formar, realizar, verificar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εκτελώ, ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ φωνητικές ασκήσεις, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ στα πορτογαλικά, acatar στα ελληνικά
εκτελώ στα πορτογαλικά