lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θανατηφόρος στα δανική

Λέξη:
θανατηφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
fatal, dødelig, drejende, individ, person
Σχετικές λέξεις:
δανική θανατηφόρος, θανατηφόροσ πυρετόσ, θανατηφόροσ μεταδοτικόσ ιόσ ύποπτοσ για το θάνατο 13χρονου στην κύπρο, θανατηφόρος συνώνυμα, θανατηφόρος πυρετός-μελίνα τανάγρη, θανατηφόρος πυρετός στίχοι, θανατηφόρος στα δανική, fatal στα ελληνικά
θανατηφόρος στα δανική