lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θανατηφόρος στα λευκορωσίας

Λέξη:
θανατηφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (7):
наканаваны, пагібельны, ракавы, суджаны, фатальны, смертны, смяротны
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας θανατηφόρος, θανατηφόροσ πυρετόσ, θανατηφόροσ μεταδοτικόσ ιόσ ύποπτοσ για το θάνατο 13χρονου στην κύπρο, θανατηφόρος συνώνυμα, θανατηφόρος πυρετός-μελίνα τανάγρη, θανατηφόρος πυρετός στίχοι, θανατηφόρος στα λευκορωσίας, наканаваны στα ελληνικά
θανατηφόρος στα λευκορωσίας