lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

θανατηφόρος στα ουκρανικά

Λέξη:
θανατηφόρος (Αριθμός των γραμμάτων: 11)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (12):
важливий, вмирущий, дикий, життєвий, згубний, земля-внесений, нагальний, невідкладний, неминучий, смертельний, смертний, фатальний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά θανατηφόρος, θανατηφόροσ πυρετόσ, θανατηφόροσ μεταδοτικόσ ιόσ ύποπτοσ για το θάνατο 13χρονου στην κύπρο, θανατηφόρος συνώνυμα, θανατηφόρος πυρετός-μελίνα τανάγρη, θανατηφόρος πυρετός στίχοι, θανατηφόρος στα ουκρανικά, важливий στα ελληνικά
θανατηφόρος στα ουκρανικά