lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδρώνω στα δανική

Λέξη:
ιδρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (2):
sjette, svede
Σχετικές λέξεις:
δανική ιδρώνω, ιδρώνω υπερβολικά, ιδρώνω το βράδυ, ιδρώνω τη νύχτα, ιδρώνω στον ύπνο, ιδρώνω στις μασχάλες, ιδρώνω στα δανική, sjette στα ελληνικά
ιδρώνω στα δανική