lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ιδρώνω στα λιθουανική

Λέξη:
ιδρώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική ιδρώνω, ιδρώνω υπερβολικά, ιδρώνω το βράδυ, ιδρώνω τη νύχτα, ιδρώνω στον ύπνο, ιδρώνω στις μασχάλες, ιδρώνω στα λιθουανική, prakaituoti στα ελληνικά
ιδρώνω στα λιθουανική