lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κρατώ στα δανική

Λέξη:
κρατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (26):
arrestere, begrine, beholde, bevare, blive, boning, erindre, ernære, fange, fangst, fatte, forblive, forsørge, fortsætte, få, gribe, holde, huske, mindes, påstå, rast, rest, restere, ro, støtte, underholde
Σχετικές λέξεις:
δανική κρατώ, κρατώ το ίσο, κρατώ συνώνυμα, κρατώ παράγωγα, κρατώ κλίση, κρατώ κακία, κρατώ στα δανική, arrestere στα ελληνικά
κρατώ στα δανική