lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κρατώ στα φινλανδικά

Λέξη:
κρατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (24):
asua, elättää, jäädä, kannattaa, kestää, muistaa, napata, ote, pidättää, pitää, pysyttää, pysyä, pyydystää, saalis, siepata, säilyttää, tarttua, tavoittaa, tukea, vallata, valloittaa, varata, varjella, väittää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά κρατώ, κρατώ το ίσο, κρατώ συνώνυμα, κρατώ παράγωγα, κρατώ κλίση, κρατώ κακία, κρατώ στα φινλανδικά, asua στα ελληνικά
κρατώ στα φινλανδικά