lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κρατώ στα ρωσικά

Λέξη:
κρατώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (16):
воздержать, держать, захватывать, конфисковать, ловить, помнить, пребыть, приостановить, сдержать, сдерживать, содержать, схватывать, удерживать, улавливать, ухватывать, хватать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά κρατώ, κρατώ το ίσο, κρατώ συνώνυμα, κρατώ παράγωγα, κρατώ κλίση, κρατώ κακία, κρατώ στα ρωσικά, воздержать στα ελληνικά
κρατώ στα ρωσικά