lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μπράτσο στα δανική

Λέξη:
μπράτσο (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
afdeling, arm, gren, hånd
Σχετικές λέξεις:
δανική μπράτσο, τενοντίτιδα μπράτσο, σπύρο μπράτσο, πάολα μπράτσο, μπράτσο τηλεόρασης, μπράτσο στα αγγλικα, μπράτσο στα δανική, afdeling στα ελληνικά
μπράτσο στα δανική