lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπουδαίος στα δανική

Λέξη:
σπουδαίος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
adskillig, alvorlig, anselig, graverende, gyldig, holdbar, stor, vigtig, viske
Σχετικές λέξεις:
δανική σπουδαίος, σπουδαίοσ λόγοσ καταγγελίασ, σπουδαίοσ λόγοσ, σπουδαίος συνώνυμα, σπουδαίος λόγος καταγγελίας σύμβασης εργασίας, σπουδαίος λόγος καταγγελίας μίσθωσης, σπουδαίος στα δανική, adskillig στα ελληνικά
σπουδαίος στα δανική