lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γυαλίζω στα ρωσικά

Λέξη:
γυαλίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
блестеть, блистать, выглаживать, поглаживать, сверкать, полировать, поблёскивать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά γυαλίζω, γυαλίζω στα ρωσικά, блестеть στα ελληνικά
γυαλίζω στα ρωσικά