lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σπουδαίος στα πορτογαλικά

Λέξη:
σπουδαίος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (9):
categorizado, grave, importante, relevante, sério, sisudo, ufano, válido, valioso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σπουδαίος, σπουδαίοσ λόγοσ καταγγελίασ, σπουδαίοσ λόγοσ, σπουδαίος συνώνυμα, σπουδαίος λόγος καταγγελίας σύμβασης εργασίας, σπουδαίος λόγος καταγγελίας μίσθωσης, σπουδαίος στα πορτογαλικά, categorizado στα ελληνικά
σπουδαίος στα πορτογαλικά