lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στιλβώνω στα δανική

Λέξη:
στιλβώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
bone, polere, pudse
Σχετικές λέξεις:
δανική στιλβώνω, στιλβώνω στα δανική, bone στα ελληνικά
στιλβώνω στα δανική