lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στιλβώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
στιλβώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
гладзіць, прасаваць, паліраваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας στιλβώνω, στιλβώνω στα λευκορωσίας, гладзіць στα ελληνικά
στιλβώνω στα λευκορωσίας