lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γεμίζω στα γερμανικά

Λέξη:
γεμίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
anfüllen, aufblasen, auffüllen, aufladen, ausfüllen, beladen, belasten, beschuldigen, beschweren, füllen, geladen, laden, landen, spicken, verladen, verschlimmern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά γεμίζω, πληρώνω γεμίζω, γεμίζω το ποτήρι μου και πίνω τρεισ φορέσ, γεμίζω συνώνυμο, γεμίζω συνώνυμα, γεμίζω από, γεμίζω στα γερμανικά, anfüllen στα ελληνικά
γεμίζω στα γερμανικά