lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αιτία στα βουλγαρικά

Λέξη:
αιτία (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-βουλγαρικά
Μεταφράσεις (5):
повод, причина, верен, правилен, ум
Σχετικές λέξεις:
βουλγαρικά αιτία, αιτία της ανεργίας, αιτία συνώνυμα, αιτία ρατσισμού, αιτία πολέμου, αιτία και συνέπειες της οργανωσιακής δέσμευσης, αιτία στα βουλγαρικά, повод στα ελληνικά
αιτία στα βουλγαρικά