lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τυφλώνω στα δανική

Λέξη:
τυφλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (4):
blænde, blende, blind, gardin
Σχετικές λέξεις:
δανική τυφλώνω, τυφλώνω στα δανική, blænde στα ελληνικά
τυφλώνω στα δανική