lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: τυφλώνω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bedazzle, blind, dazzle
τυφλώνω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
omámit, oslepit, oslnit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blenden, verblenden
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
blende, blind, blænde, gardin
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alucinar, cegar, deslumbrar, encandilar, ofuscar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aveugler, offusquer, éblouir
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
abbacinare, abbagliare, accecare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blende, blind, gardin, rullgardin
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обольщать, ослеплять, слепить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blind, blända, förblinda, gardin, rullgardin
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
асляпляць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häikäistä, sokaista
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elkápráztat, elképesztés, elvakít, vakítás
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cegar, deslumbrar, encarrilar, obcecar, ofuscar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
засліплювати, потемніти, темнійте, темніти
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
olśniewać, oślepiać