lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δεσμά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bond, chain, fetter, fetters, handcuff, handcuffing, handcuffs, iron, manacle, shackles
δεσμά
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
poutat, pouto, spojovat, spoutat, svazek, vázat, řetěz
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fessel, fesseln, kette
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
bånd, kæde, lænke
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cadena, grillos, prisión, traba, vínculo
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaîne, enchaîner, fers, lien
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
catena, legame, vincolo
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kjede, klave
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кандалы, цепь
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klave
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lidhje, varg, zinxhir
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
желязо
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
кайданы, ланцуг
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
kett
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kahle, kahlehtia, ketju, kytkeä, vitjat
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bilincs, béklyó
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
grandinė, grandinėlė
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acorrentar, cadeia, corrente
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
veriga
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кайдани, ланцюг
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
kajdany