lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: δημοσιογράφος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
broadcaster, commentator, gazetteer, informant, informer, journalist, pressman, reporter
δημοσιογράφος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
novinář, novinářka, referent, reportér, udavač, zpravodaj, žalobník, žurnalista, žurnalistka
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berichterstatter, journalist, referent, reporter
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
angiver, journalist, referent, reporter
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
enviado, informador, periodista, reportero
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
interviewer, journaliste, rapporteur, reporter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
delatore, giornalista, relatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
angiver, journalist, pressemann, referent, reporter
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
докладчик, журналист, корреспондент
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
angiver, journalist, referent, reporter
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gazetar
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
журналист
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
дакладчык, журналіст
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
ajakirjanik, reporter
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
reportteri
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
novinar, reporter
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
riporter, újságíró
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
reporteris, žurnalistas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jornalista, periodista
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
novinár, spravodajca
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
доповідач, журналіст, лайнер, лобіст, оглядач, помічник, публіцист, репортер, співробітник, учасник
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dziennikarz, sprawozdawca, żurnalista

Σχετικές λέξεις

δημοσιογράφος διοικητής στο νοσοκομείο βούλας, δημοσιογράφος θόδωρος καρυπίδης, δημοσιογράφος χίος, δημοσιογράφος αγλαΐα κυρίτση, δημοσιογράφος άννα σαμπατακάκη, δημοσιογράφος μκο, δημοσιογράφος θοδωρής σταθόπουλος, δημοσιογράφος τζεβελέκος, δημοσιογράφος θεόδωρος καρυπίδης, δημοσιογράφος κωστας τζεβελέκος