lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: μηχανή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dispenser, engine, engine-driver, funnel, machine, motor, motorised
μηχανή
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
aparát, mašinérie, motor, motorický, nástroj, stroj
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
maschine, motor
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
maskine, maskineri, motor
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ingenio, motor, máquina
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
additionneuse, aéromoteur, coupe-jambon, engin, imprimerie, imprimeuse, lave-vaisselle, machine, moteur, moteur-fusée, motogodille, turboréacteur, wattman
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
macchina, motore, motorizzazione
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
maskin, maskineri, motor
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
двигатель, машина, мотор, моторный, станок
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
maskin, maskineri, motor
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
makinë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
двигател, машина, мотор
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
матор, машына, праварына, рухавік, станок
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
masin, mootor
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kone, moottori
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
motor
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
gép, motor
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
aparatas, mašina, motoras, motorinis, variklis
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
motor, máquina
Λεξικό:
σλοβενική
Μεταφράσεις:
stroj
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
motor, stroj
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автомобіль, апарат, вагон, верстат, двигун, екіпаж, завод, знаряддя, кар, каркас, корпус, лава, лавка, лавочка, машина, механізм, мотор, перевезення, працює, прилад, рама, рушій, станок, інструмент
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
maszyna, motorowy, silnik, silnikowy

Σχετικές λέξεις

μηχανή του χρόνου, μηχανή espresso, μηχανή αναζήτησης, μηχανή ποπ κορν, μηχανή ελληνικού καφέ, μηχανή κουρέματος, μηχανή turing, μηχανή εσωτερικής καύσης, μηχανή άμλετ, μηχανή βεκο