lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: επιβίωση

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
experience, ordeal, survival
επιβίωση
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
přežití
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erlebnis
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
overlevelse
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
supervivencia
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
survie, survivance
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sopravvivenza
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
gjenlevende, opplevelse, overlevelse
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выживаемость, выживание, переживание
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
upplevelse
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
выжыванне
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
átélés, élmény
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
prežitie
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
виживання
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
przeżycie

Σχετικές λέξεις

επιβίωση στην κρίση, επιβίωση συνώνυμα, επιβίωση στο βουνό, επιβίωση στη φύση, επιβίωση σε περίοδο κρίσης, επιβίωση 2012, επιβίωση στο δάσος, επιβίωση στην πόλη, επιβίωση στη θάλασσα, επιβίωση σε συνθήκες απόλυτης ύφεσης