πούρο στα αγγλικά πούρο στα γερμανικά πούρο στα δανική πούρο στα ισπανικά πούρο στα γαλλικά πούρο στα ιταλικά πούρο στα νορβηγικά πούρο στα ρωσικά πούρο στα σουηδικά πούρο στα λευκορωσίας πούρο στα φινλανδικά πούρο στα ουγγρική πούρο στα λιθουανική πούρο στα πορτογαλικά πούρο στα ρουμανική πούρο στα ουκρανικά πούρο στα πολωνική
ελέγχω στα ρωσικά μετά στα ισπανικά ανύπαντρος στα τσεχική μέλος στα αγγλικά κασσίτερος στα ουγγρική
μετά τιμής ανύπαντροσ πατέρασ μέλοσ τησ χρυσήσ αυγήσ ελέγχω ελέγχεισ sn κασσίτερος