lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ανύπαντρος στα τσεχική

Λέξη:
ανύπαντρος (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (13):
nenucený, nepodléhající, nepokrytý, nevázaný, nezaměstnaný, neženatý, otevřený, prázdný, svobodný, upřímný, volný, zbavený, zproštěný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική ανύπαντρος, ανύπαντρος στα τσεχική, nenucený στα ελληνικά
ανύπαντρος στα τσεχική