lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: ηλεκτρόνιο

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
electron, electrum
ηλεκτρόνιο
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elektron
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
elektron
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
electrón
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
positon, électron
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elektron
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
электрон
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elektron
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
електрон
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
elektron
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elektroni
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
elektron
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
elektron
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
elektronas
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
elektrón
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
електрон, корпускула
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
elektron

Σχετικές λέξεις

ηλεκτρόνιο auger, ηλεκτρόνιο-ποζιτρόνιο, ηλεκτρόνιο σθένους, ηλεκτρόνιο πρωτόνιο, ηλεκτρόνιο πυρήνας, ηλεκτρόνιο wiki, μονήρεσ ηλεκτρόνιο, ελεύθερο ηλεκτρόνιο, μάζα ηλεκτρόνιο, το ηλεκτρόνιο