lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: θεατής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attentive, beholder, bystander, looker-on, onlooker, seer, spectator, viewer
θεατής
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
divák, pozorovatel
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschauer, schauer, zuschauer
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
observatør, tilskuer
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espectador
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
observateur, spectateur, spectatrice
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spettatore
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilskuer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зритель
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åskådare
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shikues
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
глядач
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
vaataja, vaatleja
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katselija, katsoja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gledalac
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
néző
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
apžvalgininkas, stebėtojas, žiūrovas
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espectador
Λεξικό:
ρουμανική
Μεταφράσεις:
observator
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
divák
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глядач, очевидець, проглядаю
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
widz

Σχετικές λέξεις

θεατής στα αγγλικά, θεατής στα γαλλικά, θεατής στα ιταλικά, θεατής στα γερμανικά, θεατής συνώνυμα, θεατής δυσαρεστημένος, θεατής στα ισπανικά, η θεατήσ, ονειροκρίτης θεατής