lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ψηφίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
ψηφίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (14):
балотування, балотувати, відділ, відділення, голос, голосування, голосувати, дивізія, ділення, опитування, поділ, проголосувати, розділ, розподіл
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ψηφίζω, ψηφίζω ως ετεροδημότης, ψηφίζω χρυσή αυγή, ψηφίζω στο εξωτερικό, ψηφίζω σαν ετεροδημότης, ψηφίζω πρώτη φορά, ψηφίζω στα ουκρανικά, балотування στα ελληνικά
ψηφίζω στα ουκρανικά