lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: αυταρχικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bossy, commanding, domineering, hegemonic, high-handed, highhanded, imperious, lordly, masterful, supercilious
αυταρχικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
panovačný, velitelský
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gebieterisch
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
enerådig, myndig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
absorbente, dominante, imperativo, imperioso, magistral
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
autoritaire, impérieux
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imperioso
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
enerådig, mektig, myndig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
властен, властны, властный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
myndig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
уладарны, уладны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käskevä
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dominante, imperativo, imperioso
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
автократичний, владний, диктаторський, доконечний, категоричний, могутній, нагальний, панування, пильний, самодержавний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
władczy

Σχετικές λέξεις

αυταρχικός συνώνυμο, αυταρχικός συνώνυμα, αυταρχικός πατέρας, αυταρχικός δάσκαλος, αυταρχικός ηγέτης, αυταρχικός εκπαιδευτικός, αυταρχικός χαρακτήρας, αυταρχικός σύντροφος, αυταρχικός λεξικό, αυταρχικόσ καπιταλισμόσ