πρωκτός στα αγγλικά πρωκτός στα γερμανικά πρωκτός στα δανική πρωκτός στα ισπανικά πρωκτός στα γαλλικά πρωκτός στα νορβηγικά πρωκτός στα σουηδικά πρωκτός στα βουλγαρικά πρωκτός στα εσθονική πρωκτός στα φινλανδικά πρωκτός στα λιθουανική πρωκτός στα πολωνική
σταματώ στα ουκρανικά κανονικός στα ουκρανικά αγανάκτηση στα ουκρανικά ανακρίνω στα ουγγρική πετρέλαιο στα ουκρανικά
σταματώ conjugation αγανάκτηση φίλιπ ροθ διακρίνω συνώνυμα κανονικός συνώνυμα πετρέλαιο θέρμανσης εκο