lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

πετρέλαιο στα ουκρανικά

Λέξη:
πετρέλαιο (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (17):
гас, гасовий, гній, зміст, керосин, керосиновий, масло, матеріал, матерія, нафта, нафту, олію, олія, парафін, питання, речовина, справа
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά πετρέλαιο, πετρέλαιο στην ελλάδα, πετρέλαιο κίνησης τιμές, πετρέλαιο κίνησης, πετρέλαιο θέρμανσης τιμες, πετρέλαιο θέρμανσης επίδομα, πετρέλαιο στα ουκρανικά, гас στα ελληνικά
πετρέλαιο στα ουκρανικά