lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορώ στα ιταλικά

Λέξη:
φορώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (4):
indossare, portare, calzare, vestire
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά φορώ, φοράω φορώ, φοράω συνωνυμα, φορώ στα ιταλικά, indossare στα ελληνικά
φορώ στα ιταλικά