lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

φορώ στα ουκρανικά

Λέξη:
φορώ (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (13):
ведмідь, витримати, витримувати, гасати, нести, носити, одяг, одягатися, перенести, переносити, родити, спекулянт, уродити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά φορώ, φοράω φορώ, φοράω συνωνυμα, φορώ στα ουκρανικά, ведмідь στα ελληνικά
φορώ στα ουκρανικά