lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κληρονομικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ancestral, hereditable, hereditary, heritable, inheritable, patrimonial
κληρονομικός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
dědičný
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erblich
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
arvelig, nedarvet
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hereditario, patrimonial
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
congénital, héréditaire, patrimonial, successif
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ereditario
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
arvelig, nedarvet
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наследственный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ärftlig
Λεξικό:
εσθονική
Μεταφράσεις:
pärilik
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perinnöllinen
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
örökletes, örökölt
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
patrimonial, solarengo
Λεξικό:
σλοβακική
Μεταφράσεις:
dedičný
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
природжений, природний, спадковий, спадкоємний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
dziedziczny

Σχετικές λέξεις

κληρονομικός καρκίνος, κληρονομικός καρκίνος του μαστού, διαβήτης κληρονομικός