lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: υγιεινός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
healthily, healthy, hygienic, salubrious, sanitary, wholesome
υγιεινός
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
hygienický, sanitní, zdravotní
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gesundheitlich, hygienisch, sanitär
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aséptico, higiénico, salubre, sanitario, sano
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antihygiénique, hygiénique, sanitaire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
igienico, salutare, sanitario
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hygienisk
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гигиенический, оздоровительный
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hygienisk
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
гігіенічны
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hygieeninen
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
higijenski
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
egészséges, egészségi, higiénikus, üdülési
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
higiénico, salubre, sanitário, sano
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гігієнічний
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
higieniczny, zdrowotny

Σχετικές λέξεις

υγιεινός καφές, υγιεινός τρόπος ζωής, υγιεινός τρόπος μαγειρέματος, υγιεινός μουσακάς, υγιεινός τρόπος διαβίωσης, υγιεινός ύπνος, υγιεινός συνώνυμα