lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: λερωμένος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
befoul, dirty, filth, foul, foulest, grime, smirch, smudge, stain
λερωμένος
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
mazat, pošpinit, umazat, ušpinit, zamazat, zašpinit, zneuctít, znečistit, špinit
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschmutzen
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
tilsøle
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
contaminar, emporcar, ensuciar, manchar, mancillar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
barbouiller, crasser, salir, souiller
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbrattare, insudiciare, sporcare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilsøle
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грязнить, марать, пакостить, пачкать
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smutsa, smutsig
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
пэцкаць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liata, tuhria, töhriä
Λεξικό:
ουγγρική
Μεταφράσεις:
bepiszkol, bepiszkolódik
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manchar
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безлад, безладдя, бруднити, брудніть, дефіле, забрудніть, зіпсувати, нелад, псувати, розгардіяш, чорнити, чорніти, чорніть
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
brudzić