lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

Κατάλογος των μεταφράσεων: κολακεύω

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
adulate, blandish, cajole, cringe, flatter, gratify, toady
κολακεύω
Λεξικό:
τσεχική
Μεταφράσεις:
lahodit, lichotit, pochlebovat, podkuřovat
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmeicheln
Λεξικό:
δανική
Μεταφράσεις:
smigre
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adular, congraciar, favorecer, halagar, incensar, jabón, regalar
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aduler, amadouer, cajoler, chatouiller, encenser, flagorner, flatter
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adulare, blandire, lusingare
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smigre
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
льстить
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smickra
Λεξικό:
λευκορωσίας
Μεταφράσεις:
лашчыць, падабацца, падлізвацца, хваліць, цешыць
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
imarrella, liehakoida, mielistellä
Λεξικό:
λιθουανική
Μεταφράσεις:
meilikauti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
adular, favorecer, gabar, lisonjear
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лестити, лестить, умовте
Λεξικό:
πολωνική
Μεταφράσεις:
pochlebiać, schlebiać

Σχετικές λέξεις

κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω στα αγγλικα