κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω στα αγγλικα
τράπεζα άκαρπος ανωφελής φύση μερίδα δράμα τρεμούλα μπάλα αμυγδαλή ευσεβής αγοραστής ξένος λαιμαργία έδαφος φτυάρι ορκίζομαι βεβαιώνω μοντέλο χρήση νίκη