lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

έμπορος στα λευκορωσίας

Λέξη:
έμπορος (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
гандляр, камерсант, купец, пакупец, пакупнік
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας έμπορος, έμποροσ ετυμολογία, έμποροσ ανθρωπίνων οργάνων, έμπορος της βενετίας υπόθεση, έμπορος της βενετίας κριτική, έμπορος της βενετίας, έμπορος στα λευκορωσίας, гандляр στα ελληνικά
έμπορος στα λευκορωσίας